Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

flower stalk


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο flower παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: stalk
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
flower n (colorful part of plant)λουλούδι ουσ ουδ
  (επίσημο)άνθος ουσ ουδ
  (λόγιος, επιστήμη, ποίηση)ανθός ουσ αρσ
 The flower was beautiful, though the stem was covered in thorns.
 Το λουλούδι ήταν όμορφο, αν και ο μίσχος του ήταν καλυμμένος με αγκάθια.
 Το άνθος ήταν όμορφο, αν και ο μίσχος του ήταν καλυμμένος με αγκάθια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι ανθοί της κολοκυθιάς μαγειρεύονται και τρώγονται γεμιστοί.
flower n (flower with stalk)λουλούδι ουσ ουδ
 The gentleman wore a flower in his buttonhole.
 Jenny picked some flowers and arranged them in a vase.
flowers npl (floral arrangement, bouquet)λουλούδια ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)άνθη ουσ ουδ πλ
 He brought her some flowers for her birthday.
 Της έφερε λουλούδια για τα γενέθλιά της.
 Της προσέφερε άνθη για τα γενέθλιά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
flower n (blossoming stage)άνθιση, άνθηση, ανθοφορία ουσ θηλ
  λουλούδιασμα ουσ ουδ
  (συνηθέστερο: φυτό)είμαι ανθισμένος ρ έκφρ
 The cherry trees are in flower.
 Οι κερασιές βρίσκονται σε πλήρη άνθιση.
 Οι κερασιές είναι ανθισμένες.
flower n (best part) (μτφ: της νιότης)άνθος ουσ ουδ
  ακμή ουσ θηλ
 The girls are in the flower of youth.
flower vi (flower: blossom)ανθίζω ρ αμ
  ανθοφορώ ρ αμ
 This tree usually flowers in April.
flower vi figurative (person: blossom)γίνομαι ρ συνδ
  (επίσημο)εξελίσσομαι ρ αμ
  (κατά λέξη)εξελίσσομαι σε κάτι πολύ καλό
 She flowered into a beautiful young lady.
flower [sth] vtr (decorate with flowers)ανθοστολίζω ρ μ
  διακοσμώ με άνθη περίφρ
  (καθομιλουμένη)στολίζω με λουλούδια περίφρ
 When I have painted the door blue, I am going to flower it all over.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bed,
flower bed
n
(garden plants)παρτέρι ουσ ουδ
 There were rose beds around the cottage.
desert flower n (plant in arid region) (κυριολεκτικά)λουλούδι της ερήμου περίφρ
 Dozens of varieties of desert flowers paint the desert floor in the spring.
egg flower soup n (Chinese soup)κινέζικη σούπα με αβγά περίφρ
 In San Francisco, it's almost obligatory to start lunch with egg flower soup.
flower arrangement,
floral arrangement
n
(floral display)σύνθεση λουλουδιών φρ ως ουσ θηλ
flower bud n (small protuberance on a plant)μπουμπούκι ουσ ουδ
flower cart n (florist's wheelbarrow, kiosk)καροτσάκι με λουλούδια περίφρ
flower child (idealistic young person) (μεταφορικά)παιδί των λουλουδιών φρ ως ουσ ουδ
  χίπης, χίπισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
flower field n (land where flowers grow)ανθώνας ουσ αρσ
  ανθόκηπος ουσ αρσ
flower field n (meadow)λιβάδι με λουλούδια περίφρ
  ανθώνας ουσ αρσ
  λουλουδότοπος ουσ αρσ
flower garden n (plot for flowers)ανθόκηπος ουσ αρσ
flower girl n (young female flower vendor)κοπέλα που πουλάει λουλούδια ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 A flower girl was selling violets at the corner of the street.
flower girl n (young girl in wedding party) (παρόμοιο σε ελληνικούς γάμους)παρανυφάκι ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Αναφέρεται σε κοριτσάκι που σκορπίζει λουλούδια κατά την είσοδο της νύφης.
flower market n (area where flowers are sold)ανθαγορά ουσ θηλ
  αγορά λουλουδιών περίφρ
 If you are ever in Amsterdam, do visit the flower market - it is a dazzling sight!
flower of salt n (finest-quality sea salt)ανθός αλατιού φρ ως ουσ αρσ
flower pot n (container for an ornamental plant)γλάστρα ουσ θηλ
 The plant outgrew its flower pot.
flower power n informal (1960s hippy movement)κίνημα των χίπηδων φρ ως ουσ ουδ
flower shop n (store that sells flowers and plants)ανθοπώλειο ουσ ουδ
 At the flower shop, I picked up some potted basil.
flowerbed,
flower bed
n
(area where flowering plants are grown)παρτέρι ουσ ουδ
  αλτάνα ουσ θηλ
 She was weeding the flower beds before the visitors arrived.
lavender flower n (scented purple flower of a shrub) (λουλούδι)λεβάντα ουσ θηλ
lily,
lily flower
n
(flower)κρίνος ουσ αρσ
  κρίνο ουσ ουδ
 Janine grows lilies in her garden.
passion flower n (flower of the passionfruit vine)ρολογιά, πασιφλόρα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)λουλούδι του πάθους φρ ως ουσ ουδ
scabious,
pincushion flower
n
(plant) (φυτό)σκαμπιόζα ουσ θηλ
silk flower n (artificial fabric bloom)υφασμάτινο λουλούδι επίθ + ουσ ουδ
snailflower,
corkscrew flower
n
(tropical vine)σαλίγκαρος ουσ αρσ
wildflower,
wild flower,
wild-flower
n
(flower that grows in fields, etc.)αγριολούλουδο ουσ ουδ
 The park asks people not to pick the wildflowers.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση flower stalk στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «flower stalk».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!